μαγνήσιο

μαγνήσιο
Δισθενές χημικό στοιχείο με σύμβολο Mg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών γαιών, έχει ατομικό αριθμό 12, ατομική μάζα 24,312, τρία σταθερά ισότοπα με μαζικό αριθμό 24, 25, 26 και δύο ραδιενεργά ισότοπα με μαζικό αριθμό 27 και 28. Είναι αργυρόλευκο μέταλλο, που τήκεται στους 650°C και είναι εξαιρετικά ελαφρύ, με ειδικό βάρος 1,74 gr/cm3. Όπως και οι υπόλοιπες αλκαλικές γαίες, το μ. είναι εξαιρετικά δραστικό στοιχείο· καίγεται με φωτοβόλο φλόγα, είναι διαλυτό στα οξέα και αδιάλυτο στις βάσεις· διασπά εν θερμώ το νερό, δεν οξειδώνεται στον απόλυτο αέρα, αλλά με την παρουσία υγρασίας επικαλύπτεται από ένα συμπαγές στρώμα οξειδίου. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση, πάντοτε με τη μορφή χημικής ένωσης και αποτελεί περίπου το 2,1% του γήινου φλοιού, ενώ η περιεκτικότητά του στο νερό φθάνει το 0,13%, απ’ όπου μπορεί να εξαχθεί. Επιπλέον, περιέχεται σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς· στο φυτικό βασίλειο αποτελεί σημαντικό συστατικό της χλωροφύλλης, και στο ζωικό βασίλειο συναντάται σε μερικά ένζυμα, στα οστά και στους μυς. Τα κύρια ορυκτά του είναι ο δολομίτης (διπλό ανθρακικό άλας του μ. και του ασβεστίου), ο μαγνησίτης ή λευκόλιθος (ανθρακικό άλας του μ.), ο καρναλίτης (διπλό ένυδρο χλωριούχο άλας του μ. και του καλίου) και μερικά πυριτικά, όπως ο αμίαντος, ο τάλκης, ο σερπεντίνης και ο ολιβίνης. Το μ. ανακαλύφθηκε το 1755 από τον Γιόζεφ Μπλακ (1728-1799) και αρχικά θεωρήθηκε ως οξείδιο ενός νέου στοιχείου· το 1808 παρασκευάστηκε από τον Ντέιβι, ο οποίος του έδωσε την ονομασία μάγνιον· στη συνέχεια, ονομάστηκε μ. από τη Μαγνησία της Θεσσαλίας. Η βιομηχανική παρασκευή του μετάλλου αυτού γίνεται με ηλεκτρόλυση του τετηγμένου χλωριούχου μ. ή με αναγωγή του οξειδίου του μ. σε υψηλή θερμοκρασία με άνθρακα ή με πυρίτιο. Οι κύριες ενώσεις του μ. είναι η κεκαμμένη μαγνησία (οξείδιο του μ.), λευκή σκόνη που παρασκευάζεται με πύρωση του ανθρακικού μ. και χρησιμοποιείται ως πυρίμαχο υλικό, και ως καθαρτικό και αντιόξινο στην ιατρική· το θειικό μ. (αγγλικό άλας) έχει τη μορφή λευκών κρυστάλλων, οι οποίοι παράγονται με επεξεργασία του δολομίτη με θειικό οξύ και χρησιμοποιούνται στην ιατρική επίσης ως καθαρτικό, στη βιομηχανία των υφαντικών υλών, του χαρτιού και του δέρματος· η λευκή μαγνησία (ανθρακικό μ.), είναι λευκή κρυσταλλική ουσία που σχηματίζεται με επεξεργασία του θειικού μ. με ανθρακικό νάτριο και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, στα καλλυντικά, στα μονωτικά και στο καθάρισμα των μετάλλων. Το βρομιούχο μ. που περιέχεται στα άλατα του Στάσφουρτ και στο θαλασσινό νερό χρησιμοποιείται για την παρασκευή του βρομίου. Το χλωριούχο μ., που παρασκευάζεται με εξάτμιση των πηγαίων υδάτων των αλυκών και των αλάτων του Στάσφουρτ, μαζί με οξείδιο του μ. και πριονίδια, σχηματίζει μια σκληρή και συμπαγή μάζα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή διακοσμητικών επιφανειών. Στη μεταλλική του κατάσταση, το μ. εφαρμόζεται ως αναγωγικό στη μεταλλουργία, για την κατασκευή εξαιρετικά λαμπερών φώτων στην πυροτεχνική, επειδή η φλόγα του είναι πολύ πλούσια σε υπεριώδεις ακτίνες και για την παρασκευή μεταλλο-οργανικών ενώσεων και μερικών σημαντικών αντιδραστηρίων στη χημεία (αντιδραστήρια Γκρινιάρ)· τέλος, χάρη στη μικρή του πυκνότητα, βρίσκει εφαρμογή στη βιομηχανία ελαφρών και υπερελαφρών κραμάτων (μαζί με το αργίλιο), με τα οποία κατασκευάζονται τμήματα αυτοκινήτων, αεροπλάνων και επιστημονικών οργάνων. Το μ., μάλιστα, αποτελεί το ελαφρύτερο κατασκευαστικό μέταλλο της βιομηχανίας (η πυκνότητά του είναι ίση με τα 2/3 του αλουμινίου). (Ιατρ.)Το στοιχείο μ., με τη μορφή ιόντος (Mg2+), είναι κατανεμημένο σε ολόκληρο τον ανθρώπινο οργανισμό· είναι το δεύτερο πιο άφθονο θετικό ιόν μέσα στα κύτταρα και το τέταρτο πιο κοινό κατιόν στον οργανισμό. Το μ. παίζει δομικό ρόλο στα οστά και στα δόντια. Συμμετέχει σε πολυάριθμα ενζυμικά συστήματα, ενώ συνδέεται με σημαντικά βιομόρια, όπως είναι το ΑΤΡ και τα νουκλεϊκά οξέα. Η έλλειψη του μ. στον οργανισμό συνήθως αποδίδεται στον αλκοολισμό, στη χρόνια χρήση διουρητικών, στην υπερβολική άσκηση, στην εγκυμοσύνη ή στον υποσιτισμό και σχετίζεται με καρδιαγγειακές παθήσεις, όπως η υπέρταση και η αρρυθμία, επειδή το μ. ρυθμίζει τον μυϊκό τόνο των λείων μυών. Μαγνήσιο σε κρυστάλλους. Το στοιχείο παραλαμβάνεται αρκετά καθαρό στην κατάσταση ατμού και συμπυκνώνεται μετά σε κρυσταλλική μορφή.
* * *
το
χημ. χημικό στοιχείο με σύμβολο Mg και ατομικό αριθμό 12 που ανήκει στα μέταλλα τής ομάδας τών αλκαλικών γαιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαγνήσιο — το ελαφρύ μέταλλο, στιλπνό και λευκό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δολομίτης — I Ορυκτό, διπλό ανθρακικό άλας του ασβεστίου και του μαγνησίου (CaCO3 MgCO3), με αναλογία 54,35% ανθρακικού ασβεστίου (CaCO3) και 45,65% ανθρακικού μαγνησίου (MgCO3). Όταν ένα μέρος του μαγνησίου υποκατασταθεί από σίδηρο (Fe), προκύπτει μια… …   Dictionary of Greek

  • μαγνησιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγνησία ή στο μαγνήσιο 2. αυτός που περιέχει μαγνήσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. που αναφέρεται στο μαγνήσιο μαρτυρείται από το 1840 στο περιοδικό Ευρωπαϊκός Ερανιστής] …   Dictionary of Greek

  • δολομιτίωση — Η μετατροπή ενός ασβεστολιθικού κυρίως πετρώματος σε δολομίτη. H δ. μπορεί να συντελεστεί με τρεις τρόπους: με αντικατάσταση του ανθρακικού ασβεστίου από ανθρακικό μαγνήσιο (μετασωμάτωση), που είναι και ο πιο συνηθισμένος τρόπος· με εμπλουτισμό… …   Dictionary of Greek

  • πυρόξενοι — Σημαντική οικογένεια πυριτικών ορυκτών που συμμετέχουν στη σύσταση πολλών πετρωμάτων, πολλές φορές ως θεμελιώδη ορυκτολογικά συστατικά. Ο ιδανικός χημικός τύπος της ομάδας αυτής ορυκτών είναι: R2Si2O6, όπου το R δείχνει το μαγνήσιο Mg2Si2O6,… …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… …   Dictionary of Greek

  • μαγνησιούχος — ο, θηλ. και α αυτός που περιέχει μαγνήσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνήσιο + οῦχος (< ἔχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Αν. Χρηστομάνο] …   Dictionary of Greek

  • σίμα — (I) η, Ν αρχ. βλ. σίμη. (II) το, Ν γεωλ. ονομασία που δόθηκε από τον Αυστριακό γεωλόγο Ε. Σουές το 1909 στο εσωτερικό, κάτω από το σιάλ, στρώμα τού στερεού φλοιού τής Γης, τα πετρώματα τού οποίου αποτελούνται κυρίως από πυρίτιο και μαγνήσιο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”